- σίνω
- Αβλ. σίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σινώ — (I) έω, Α βλ. σίνομαι. (II) όω, Α [σῑνος] σίνομαι … Dictionary of Greek
σινῶ — σῐνῶ , σίνομαι harm aor subj mp 1st sg (attic epic doric) σινόω pres subj act 1st sg σινόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίνω — σί̱νω , σίνομαι harm aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) σινόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίνομαι — και σινοῡμαι και αμφβλ. ιων. τ. σινέομαι και αιολ. τ. σίννομαι και ενεργ τ. σίνω και σινῶ Α βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ ἑταίρους», Ομ. Οδ. β) «ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
Синограф — (от греч. σινώ «различно», γράφω «пишу») – графема, имеющая в прочтении несколько звуковых соответствий, В русском письме синографом является буква «е», которая может читаться как е, ё, э, и. Очень много синографов в письменностях, имеющих… … Грамматологический словарь
ασίναντος — ἀσίναντος, ον (Μ) 1. ο αβλαβής 2. επίρρ. ασινάντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σίνω, μτγν. τ. του σίνομαι «βλάπτω, ζημιώνω»] … Dictionary of Greek
προσίνομαι — και προσινῶ, όω, Α βλάπτω, προξενώ κακό εκ τών προτέρων («ἐτελεύτα προσινωθεὶς στόμαχον καὶ βηχὸς προπειραθείς», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σίνομαι / σινῶ «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
σινωτικός — ή, όν, Α [σινῶ (II)] βλαβερός, καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
χρυσίνῳ — χρῡσίνῳ , χρύσινος Fouilles de Doura Europos masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)